- απολίπανση
- ηαφαίρεση του λίπους από μαλλί ή από δέρμα, αλλά και η αφαίρεση των λιπαρών συστατικών από την επιφάνεια των μετάλλων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξελίγδωμα — το τεχνολ. η απολίπανση … Dictionary of Greek
τετραχλωρ(ο)αιθυλένιο — το, Ν χημ. άχρωμο, άκαυστο, εξαιρετικά σταθερό υγρό, βαρύτερο από το νερό, άκυκλη ακόρεστη οργανική ένωση, τετραχλωροπαράγωγο τού αιθυλενίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως μέσον στεγνού καθαρισμού, για την απολίπανση μεταλλικών επιφανειών, καθώς… … Dictionary of Greek